- νεοβιταλισμός
- ο филос, неовитализм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεοβιταλισμός — ο (φιλοσ.) το σύνολο τών θεωριών που αποτελούν εξέλιξη τού βιταλισμού και που αποδέχονται ότι οι νόμοι τής φυσικής και τής χημείας ή η μηχανική εξήγηση τής ζωής δεν επαρκούν για να εξηγήσουν τα φαινόμενα τής ζωής, γιατί η ζωή οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
εξελιξιαρχία — Φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία η μετάβαση από μία μορφή ζωής σε μία άλλη ερμηνεύει την υπόσταση τόσο της υλικής όσο και της κοινωνικής πραγματικότητας. Η άποψη για την εξελικτική υφή των όντων, που γνώρισε μεγάλη απήχηση κατά τον 19o αι … Dictionary of Greek
νεοζωισμός — ο (φιλοσ.) ο νεοβιταλισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική αντιδάνειου ως προς το α συνθετικό ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. neovitalisme. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek